- ζίγκος
- οβλ. τσίγκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τσίγκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζιγκογραφία — η η τσιγκογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφία (< γράφος* < γράφω), πρβλ. θαλασσο γραφία, ορθο γραφία] … Dictionary of Greek
ζιγκογραφώ — έω τσιγκογραφώ*, τυπώνω με τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφώ (< γράφος* < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ, χορο γραφώ] … Dictionary of Greek
τσίγκος — και τζίγκος, ο, και ζίγκος, Ν κοινή ονομασία τού ψευδαργύρου καθώς και ορισμένων ενώσεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zinco < γερμ. Ζινκ] … Dictionary of Greek